καναρινής

καναρινής
-νιά -νί [καναρίνι]
1. αυτός που έχει το χρώμα τού καναρινιού, κίτρινος
2. το ουδ. ως ουσ. το καναρινί
είδος χρώματος, απόχρωση κίτρινου χρώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καναρινής, -ιά, -ί — που έχει το χρώμα του καναρινιού, κιτρινόχρωμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”